- σεισμολόγος
- ο , η сейсмолог
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σεισμολόγος — ο, η επιστήμονας που ασχολείται με τη μελέτη των σεισμών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-λόγος — (AM λόγος) β συνθετικό πολλών παροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που δηλώνουν αυτόν που λέει ό,τι δηλώνει το α συνθετικό (αισχρολόγος «αυτός που μιλάει αισχρά», ευφυολόγος «αυτός που λέει έξυπνα αστεία») ή αυτόν που … Dictionary of Greek
Ρίχτερ, Φ Τσαρλς — (Richter, 1900 – 1985). Αμερικανός σεισμολόγος, καθηγητής στο Ινστιτούτο Τεχνολογίας της Καλιφόρνιας. O Ρ. επινόησε την ομώνυμη κλίμακα για την ταξινόμηση των σεισμών … Dictionary of Greek